- σπλάχνο
- la vi'scera
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
σπλάχνο — το (κυρίως στον πληθ. σπλάχνα, τα) 1. εντόσθια: Οι μάντεις στην αρχαιότητα προέβλεπαν το μέλλον εξετάζοντας τα σπλάχνα των ζώων. 2. βάθη της γης, έγκατα: Η γη ξερνούσε από τα σπλάχνα της τη λάβα. 3. «Είναι σπλάχνο μου», είναι παιδί μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπλάγχνο — το / σπλάγχνον, ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και σπλάγχανον Α 1. συν. στον πληθ. τα σπλάγχνα α) τα όργανα τού σώματος που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες τού οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική β) τα σωθικά,… … Dictionary of Greek
Misthi, Cappadocia — Aerial photo of Misthi / Konaklı today. Misthi also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek… … Wikipedia
τζιέρι — και τζιγέρι, το, Ν 1. το συκώτι 2. στον πληθ. τα τζιέρια τα σπλάγχνα, τα εντόσθια 3. φρ. α) «τζιέρι μου» επιφών. σπλάχνο μου, αγάπη μου β) «μού φάγε [ή μού ψήσε] τα τζιέρια» μέ ταλαιπώρησε, μέ βασάνισε πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ciğer] … Dictionary of Greek
τζιερτζής — ο, Ν (παλ. τ.) έμπορος που πουλάει εντόσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζιέρι «σπλάχνο» + κατάλ. τζής* (πρβλ. παλια τζής)] … Dictionary of Greek
σπλάχνα — τα βλ. σπλάχνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)